Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργυρόλευκος
1 εγγραφή
αργυρόλευκος -η -ο [arjirólefkos] Ε5 : που έχει φωτεινό λευκό χρώμα.

[λόγ. αργυρο- + λευκ(ός) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες