Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργοσβήνω
1 εγγραφή
αργοσβήνω [arγozvíno] Ρ αόρ. αργόσβησα, απαρέμφ. αργοσβήσει (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : 1.σβήνω σιγά σιγά: H φωτιά αργοσβήνει στο τζάκι. 2. (μτφ.) φθίνω, πεθαίνω σιγά σιγά: Aργοσβήνει από βαριά κι αγιάτρευτη αρρώστια.

[αργο- + σβήνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες