Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αργοσβήνω [arγozvíno] Ρ αόρ. αργόσβησα, απαρέμφ. αργοσβήσει (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : 1.σβήνω σιγά σιγά: H φωτιά αργοσβήνει στο τζάκι. 2. (μτφ.) φθίνω, πεθαίνω σιγά σιγά: Aργοσβήνει από βαριά κι αγιάτρευτη αρρώστια.
[αργο- + σβήνω]