Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αργοπορώ [arγoporó] Ρ10.9α μππ. αργοπορημένος : 1.καθυστερώ χρονικά στην εκτέλεση κινήσεων ή ενεργειών: Στη δουλειά του έρχεται πάντα αργοπορημένος. Kάνε γρήγορα, μην αργοπορείς! 2. κάνω κπ. να καθυστερήσει: Mας αργοπόρησε μια απρόοπτη επίσκεψη.
[λόγ. < μσν. αργοπορώ < αργο- + αρχ. -πορῶ κατά τα αρχ. ὁδοιπορῶ, ελνστ. βραδυπορῶ]