Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αργοκίνητος -η -ο [arγokínitos] Ε5 : 1.που κινείται περισσότερο αργά από το συνηθισμένο ή το επιτρεπτό· αργός: Aργοκίνητο τρένο / πλοίο. 2. (μτφ., για πρόσ.) που ενεργεί με νωθρότητα, χωρίς βιασύνη: Mε τέτοιο αργοκίνητο βοηθό πώς να τελειώσει η δουλειά; (έκφρ.) αργοκίνητο καράβι, για κπ. που ενεργεί ή που αντιλαμβάνεται κτ. αργά.
[μσν. αργοκίνητος < αργο- + -κίνητος]