Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αραχνοΰφαντος -η -ο [araxnoífandos] Ε5 : που είναι εξαιρετικά λεπτός, σαν τον ιστό της αράχνης: Aραχνοΰφαντο πέπλο / ύφασμα.
[λόγ. αράχν(η) -ο- + υφαν- (υφαίνω) -τος]