Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αραλίκι το [aralíki] Ο44 : (προφ., οικ.) κατάσταση ανάπαυσης, απραξίας· καθισιό, τεμπελιά: Kέρδισε το λαχείο και το ΄ριξε στο ~.
[τουρκ. aralιk `διακοπή, παύση΄ -ι]