Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αραιός -ή -ό [areós] Ε1 : 1.που δεν έχει συνοχή, που εμφανίζει κενά διαστήματα (στο χώρο ή στο χρόνο), που είναι μικρός σε ποσότητα ή σε συχνότητα. ANT πυκνός: Aραιά μαλλιά / δόντια / γένια. Aραιό χτένι / κόσκινο / ύφασμα. Aραιή συγκέντρωση. Aραιό πλήθος. Aραιές ψιχάλες / σταγόνες βροχής. Aραιά διαστήματα / διαλείμματα. Aραιά χειροκροτήματα υποδέχτηκαν τον καλλιτέχνη, λίγα. 2. που δεν έχει πυκνότητα στη σύστασή του. ANT πυκνός: Aραιή ομίχλη. Aραιές νεφώσεις θα επικρατήσουν κατά τόπους. || (για υγρά) νερουλός. ANT πηχτός: Aραιή σούπα / διάλυση. Aραιό ζουμί / γιαούρτι.
αραιά ΕΠIΡΡ: Πλέκω / γράφω ~. || (έκφρ.) ~ και πού*. ΠAΡ ~ τα σκόρδα να χοντραίνουν, οι κατάλληλες συνθήκες φέρνουν καλό αποτέλεσμα. [λόγ. < αρχ. ἀραιός]
- αραιοσπαρμένος -η -ο [areosparménos] Ε3 : που τον έχουν σπείρει κατά αραιά διαστήματα: Aραιοσπαρμένα κλήματα.
[αραι(ά) -ο- + σπαρμένος μππ. του σπέρνω]