Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρίφνητος -η -ο [arífnitos] Ε5 : (λογοτ., λαϊκότρ.) αναρίθμητος, αμέτρητος.
[μσν. αρίφνητος < αναρίφνητος (με αντικατάσταση ανα- > α- 1) < αρχ. ἀναρίθμητος με τροπή [θm > fn] (σύγκρ. ατμός > αθνός > αχνός)]