Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρίδι
1 εγγραφή
αρίδι το [aríδi] Ο44 : είδος τρυπανιού, μικρή αρίδα

[ελνστ. ἀρίδιον υποκορ. του αρχ. ἀρίς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες