Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρίδα η [aríδa] Ο26 : 1.είδος τρυπανιού (ξυλουργικού, γεωτρήσεων κτλ.). 2. (μτφ.) το πόδι: Mάζεψε την ~ σου! ΦΡ απλώνω την ~ μου, ξαπλώνω αναπαυτικά, πιάνω πολύ χώρο, τεμπελιάζω.
[μσν. αρίδα < αρχ. ἀρίς, αιτ. -ίδα (στη σημ. 1)]