Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αράπικος -η -ο [arápikos] Ε5 : 1.που ανήκει σε αράπη ή που τον χαρακτηρίζει: Aράπικα μάτια / κορμιά. Aράπικο πείσμα / γινάτι, ισχυρό. 2. που προέρχεται από αραβική χώρα: Aράπικα φιστίκια / καρύδια. 3. (προφ.) αραβικός. || (ως ουσ.) τα αράπικα, τα αραβικά, η αραβική γλώσσα.
αράπικα ΕΠIΡΡ σε γλώσσα αραβική. [μσν. *αράπικος (μαρτυρείται επίρρ. αράπικα `αραβικά΄) < αράπ(ης) -ικος]