Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόψυξη η [apópsiksi] Ο33 : το ξεπάγωμα, και ειδικότερα: 1. αφαίρεση του πάγου που σχηματίζεται στο εσωτερικό ηλεκτρικού ψυγείου: Kάνω ~ (στο ψυγείο). Ψυγείο με αυτόματη ~. 2. ξεπάγωμα κατεψυγμένων τροφίμων. ANT κατάψυξη.
[λόγ. αποψυκ- (αποψύχω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. décongelation & αγγλ. defrosting (διαφ. το ελνστ. ἀπόψυξις `πάγωμα΄)]