Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόχη η [apóxi] Ο30 : μικρό φορητό δίχτυ σε σχήμα σακούλας, που στερεώνεται σε μεταλλικό συνήθ. στεφάνι με μακριά λαβή και που το χρησιμοποιούν για να πιάνουν ψάρια ή έντομα. ΦΡ πιάνω κπ. στην ~, τον συλλαμβάνω την ώρα που κάνει κάποια παρανομία.
[μσν. απόχη η < απόχι το (μεταπλ. σε θηλ. με βάση την ομόηχη κατάλ. και ίσως με επίδρ. του παλαιότ. τ.) < *απόχιον < *υπόχιον υποκορ. του ελνστ. ὑποχή ( [i > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-ipo > enapo > en-apo] )]
- αποχή η [apoxí] Ο29 : η ενέργεια του απέχω 2. 1. η μη συμμετοχή σε κάποια διαδικασία: H αντιπολίτευση αποφάσισε ~ από την ψηφοφορία στη βουλή. Οι φοιτητές κήρυξαν τριήμερη ~ από τα μαθήματα σε ένδειξη διαμαρτυρίας. H ~ από τις εκλογές ήταν μεγάλη. || άρνηση να εκφέρω γνώμη σε ψηφοφορία: H πρόταση εγκρίθηκε με δέκα ψήφους υπέρ, τρεις κατά και δύο αποχές. 2. παραίτηση από την ικανοποίηση κάποιας επιθυμίας, αποφυγή από κτ.: H ~ από τις σαρκικές ηδονές είναι κανόνας για τους μοναχούς. Ο γιατρός τού σύστησε ~ από τα οινοπνευματώδη.
[λόγ.: 2: ελνστ. ἀποχή, αρχ. σημ.: `απόσταση΄· 1: σημδ. γαλλ. abstention]