Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόφυση η [apófisi] Ο33 : 1.(ανατ.) προεξοχή στις απολήξεις οργάνων, οστών: Σκωληκοειδής* ~. Aρθρικές / μυϊκές αποφύσεις. Aποφύσεις των γνάθων. 2. (βοτ.) παραφυάδα.
[λόγ. < αρχ. ἀπόφυ(σις) -ση]