Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόφανση
1 εγγραφή
απόφανση η [apófansi] Ο33 : (λόγ.) γνώμη που διατυπώνεται με την αξίωση ότι είναι αληθινή, ως δόγμα.

[λόγ. < αρχ. ἀπόφαν(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες