Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απόστροφος
1 item total
απόστροφος η [apóstrofos] Ο36 & απόστροφος ο [apóstrofos] Ο20 : σημάδι του γραπτού λόγου (΄) που σημειώνεται στην έκθλιψη, στην αφαίρεση και στην αποκοπή, στη θέση του φωνήεντος που χάθηκε.

[λόγ. < ελνστ. ἀπόστροφος ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. ἀπόστροφος `στραμμένος προς την άλλη μεριά΄· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go