Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόσταμα
1 εγγραφή
απόσταμα το [apóstama] Ο49 : (λαϊκότρ., λογοτ.) το αποτέλεσμα του αποσταίνω, σωματική ή ψυχική κούραση.

[αποστα- (αποσταίνω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες