Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απυρόβλητος -η -ο [apiróvlitos] Ε5 : (στρατ.) που δε βάλλεται ή που δεν μπορεί να βληθεί από εχθρικά πυρά. || (ως ουσ.) το απυρόβλητο στην έκφραση κάποιος / κτ. είναι στο απυρόβλητο, δεν μπορούν ή δεν επιτρέπεται να του επιτεθούν, να ασκήσουν εναντίον του κριτική ή έλεγχο.
[λόγ. α- 1 *πυρόβλητος < πυρ -ο- + βλη- (βάλλω) -τος σφαλερός σχηματισμός για διάκριση από το απυροβόλητος κατά τα απρόσβλητος, ελνστ. κεραυνόβλητος `χτυπημένος από κεραυνό΄ (< κεραυνοβολῶ) απόδ. γαλλ. à l΄abri du feu(;)]