Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απρόσμενος -η -ο [aprózmenos] Ε5 : που συμβαίνει ή που παρουσιάζεται χωρίς να τον περιμένουν ή να τον έχουν προβλέψει: Ο ερχομός του ήταν εντελώς ~, απροειδοποίητος. Ένας ~ επισκέπτης. Mια απρόσμενη συνάντηση / καταστροφή / εξέλιξη, απρόβλεπτη.
απρόσμενα ΕΠIΡΡ: Ήρθε ξαφνικά και ~. [α- 1 προσμέν(ω) -ος]