Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απρόκλητος -η -ο [apróklitos] Ε5 : α.για κτ. που γίνεται χωρίς να το προκαλέσουν: Δέχτηκε απρόκλητη επίθεση. H κήρυξη του πολέμου ήταν απρόκλητη, δεν την προκάλεσε αυτός που δέχτηκε την επίθεση. β. για κπ. που ενεργεί, αντιδρά χωρίς να τον προκαλέσουν: Επιτέθηκε εναντίον των συνομιλητών του εντελώς ~.
απρόκλητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 προκλη- (θ. παθ. αορ. του προκαλώ) -τος]