Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απροειδοποίητος -η -ο [aproiδopíitos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) που δεν τον προειδοποίησαν, δεν τον ενημέρωσαν έγκαιρα για κτ. που πρόκειται να συμβεί: Ο πληθυσμός δεν πρέπει να μείνει ~ για τους κινδύνους που θα αντιμετωπίσει. 2. (για αφηρ. ουσ.) που έγινε χωρίς προειδοποίηση· ξαφνικός: Aπροειδοποίητη αναχώρηση / άφιξη / επίσκεψη.
απροειδοποίητα ΕΠIΡΡ: Ήρθε / έφυγε εντελώς ~. [λόγ. α- 1 προειδοποιη- (προειδοποιώ) -τος]