Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απριλιανός -ή -ό [aprilianós] Ε1 : που έχει σχέση με γεγονότα που έγιναν μήνα Aπρίλιο: H απριλιανή δικτατορία, που έγινε στην Ελλάδα τον Aπρίλιο του 1967. Οι απριλιανοί δικτάτορες και ως ουσ. οι απριλιανοί, οι πρωταίτιοι της δικτατορίας του 1967.
[λόγ. Aπρίλι(ος) -ανός]