Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απριλιάτικος
1 εγγραφή
απριλιάτικος -η -ο [aprilátikos] Ε5 : που έχει σχέση με τον Aπρίλιο, που ανήκει σε αυτόν ή που εμφανίζεται ή γίνεται κατά τη διάρκειά του: Aπριλιάτικες μέρες. Aπριλιάτικα λουλούδια / τριαντάφυλλα, που ανθίζουν τον Aπρίλιο.

[Aπρίλ(ης) -ιάτικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες