Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποχωρητήριο το [apoxoritírio] Ο40 : ιδιαίτερος χώρος κατάλληλα εξοπλισμένος για την ικανοποίηση των σωματικών αναγκών (αφόδευση και ούρηση) των ανθρώπων· τουαλέτα, καμπινές: Δημόσια αποχωρητήρια. Tα παλιά σπίτια είχαν το ~ στην αυλή.
[λόγ. αποχωρη- (αποχωρώ) -τήριον, κατά τα ελνστ. ἀποχώρησις (στη σημ.: `αποχωρητήριο΄, αρχ. σημ.: `περιττώματα΄) ή μτφρδ. ιταλ. ritirata]