Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποχρωματισμός
1 εγγραφή
αποχρωματισμός ο [apoxromatizmós] Ο17 : 1.η αφαίρεση ή η αλλοίωση του χρώματος· ξέβαμμα. 2. (μτφ.) αποχαρακτηρισμός προσώπου.

[λόγ. αποχρωματισ- (αποχρωματίζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες