Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποφράδα [apofráδa] Ε (βλ. Ο26) : μόνο στην έκφραση ~ ημέρα, για ημέρα που συνδέεται με κάποιο τραγικό γεγονός, το οποίο σημάδεψε τη ζωή ενός ατόμου ή συνήθ. ενός λαού, και που θεωρείται δυσοίωνη: H Tρίτη είναι ~ ημέρα. Είκοσι εννέα Mαΐου 1453, η ~ ημέρα που έπεσε η Πόλη.
[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. ἀποφράδες ἡμέραι]