Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποφθεγματικός
1 εγγραφή
αποφθεγματικός -ή -ό [apofθeγmatikós] Ε1 : 1.που είναι σύντομα και επιγραμματικά διατυπωμένος, όπως τα αποφθέγματα. 2. για κπ. που χρησιμοποιεί συχνά στο λόγο του αποφθέγματα. αποφθεγματικά ΕΠIΡΡ: Mιλάει / εκφράζεται ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀποφθεγματικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες