Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποφαίνομαι [apofénome] Ρ αόρ. αποφάνθηκα, απαρέμφ. αποφανθεί : (επίσ.) α. εκφέρω γνώμη (όταν αναφερόμαστε σε πρόσωπο του οποίου η γνώμη είναι έγκυρη ή παρουσιάζεται ως έγκυρη): Δεν μπορώ να αποφανθώ για το ήθος του, γιατί δεν τον γνωρίζω αρκετά. Οι γιατροί αποφάνθηκαν ότι ο άρρωστος πρέπει να χειρουργηθεί. Aποφαίνεται σαν ειδικός για ζητήματα που αγνοεί τελείως. β. εκδίδω κάποια επίσημη απόφαση: H νομική υπηρεσία αποφάνθηκε ότι η συγκρότηση της επιτροπής δεν έγινε νόμιμα. Tο δικαστήριο θα αποφανθεί για την ενοχή του κατηγορουμένου.
[λόγ.: α: αρχ. ἀποφαίνομαι γνώμην `εκφέρω γνώμη΄, αρχ. ἀποφαίνω `γνωστοποιώ΄· β: & σημδ. γαλλ. se déclarer]