Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποτρώω [apotróo] & αποτρώγω [apotróγo] Ρ (βλ. τρώω) (συνήθ. στο αορ. θ.) αόρ. απόφαγα, απαρέμφ. αποφάει : (οικ.) αποτελειώνω το φαγητό μου: Mόλις αποφάγαμε σηκωθήκαμε απ΄ το τραπέζι. Στάσου να αποφάμε.
[-τρώγω: μσν. αποτρώγω < απο- τρώγω (διαφ. το αρχ. ἀποτρώγω `τσιμπολογάω΄)· -τρώω: αποβ. του μεσοφ. [γ] κατά το τρώγω > τρώω]