Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτρώγω
1 εγγραφή
αποτρώω [apotróo] & αποτρώγω [apotróγo] Ρ (βλ. τρώω) (συνήθ. στο αορ. θ.) αόρ. απόφαγα, απαρέμφ. αποφάει : (οικ.) αποτελειώνω το φαγητό μου: Mόλις αποφάγαμε σηκωθήκαμε απ΄ το τραπέζι. Στάσου να αποφάμε.

[-τρώγω: μσν. αποτρώγω < απο- τρώγω (διαφ. το αρχ. ἀποτρώγω `τσιμπολογάω΄)· -τρώω: αποβ. του μεσοφ. [γ] κατά το τρώγω > τρώω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες