Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποτρεπτικός -ή -ό [apotreptikós] Ε1 : που μπορεί να αποτρέψει ή που έχει ως σκοπό να αποτρέψει κάποιο κακό: Ο λαός χρησιμοποιεί διάφορα αποτρεπτικά μέσα εναντίον των κακοποιών δαιμόνων. “Εξαποδώ” είναι αποτρεπτική ονομασία του σατανά. || ANT προτρεπτικός: Aποτρεπτικά λόγια. Tο “μη” χρησιμοποιείται ως αποτρεπτικό μόριο.
αποτρεπτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀποτρεπτικός, αρχ. σημ.: `ικανός να μεταπείσει΄]