Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποτρίχωση η [apotríxosi] Ο33 : αφαίρεση των τριχών από το σώμα και ειδικότερα από το γυναικείο πρόσωπο ή σώμα, για λόγους αισθητικούς: ~ με ειδικό τσιμπιδάκι / με αποτριχωτικό. Ριζική ~.
[λόγ. < μσν. αποτρίχω(σις) `ξύρισμα του κεφαλιού΄ -ση < αποτρίχ(ω) `ξυρίζω΄ (< απο- τριχ- (δες τρίχα) -ω) -ωσις, σημδ. γαλλ. épilation]