Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποταμίευμα
1 εγγραφή
αποταμίευμα το [apotamíevma] Ο49 : ποσό που έχει αποταμιευτεί.

[λόγ. αποταμιεύ(ω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες