Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποστροφή 1 η [apostrofí] Ο29 : το αίσθημα ή το συναίσθημα αηδίας ή απέχθειας που μας προκαλεί κτ.: Όταν είμαι άρρωστος νιώθω ~ για το φαγητό. Είναι τόσο άσχημος / τόσο χαμερπής που σου προκαλεί ~. Aισθάνομαι ~ γι΄ αυτή την πόλη.
[λόγ. < αρχ. ἀποστροφή `στρίψιμο προς την άλλη μεριά, αποφυγή΄ σημδ. γαλλ. aversion]
- αποστροφή 2 η : ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο ομιλητής διακόπτει το λόγο του και απευθύνεται σε κάποιο πρόσωπο, παρόν ή απόν, ζωντανό ή νεκρό, π.χ. «Kι εσείς ιερές σκιές των προγόνων
»: Ο εισαγγελέας σε μια ~ του προς το ακροατήριο είπε
[λόγ. < ελνστ. ἀποστροφή]