Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποστεριόρι [aposterióri] επίρρ. : (φιλοσ.) για να δηλώσουμε ότι παίρνουμε ως βάση ενός συλλογισμού εμπειρικά δεδομένα· εκ των υστέρων. ANT απριόρι.
[λόγ. < μσνλατ. a posteriori]