Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποστασία η [apostasía] Ο25 : α.αποσκίρτηση από ένα πολιτικό κόμμα ή από ένα οργανωμένο σύνολο, με συνθήκες που έχουν έντονο το χαρακτήρα της προδοσίας: H ~ δεκάδων βουλευτών από το κυβερνητικό κόμμα οδήγησε στην παραίτηση της κυβέρνησης. || H ~ της Mήλου από την Aθηναϊκή Συμμαχία. β. (εκκλ.) απάρνηση της χριστιανικής πίστης ή της ιεροσύνης.
[λόγ. < ελνστ. ἀποστασία `αποχώρηση από συμμαχία΄ (αρχ. ἀπόστασις)]