Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποπληθωριστικός
1 εγγραφή
αποπληθωριστικός -ή -ό [apopliθoristikós] Ε1 : (οικον.) που αναφέρεται στον αποπληθωρισμό: Aποπληθωριστική πολιτική. H αποπληθωριστική προσπάθεια αποβλέπει στην ανάπτυξη νομισματικής σταθερότητας.

[λόγ. αποπληθωρ(ισμός) -ιστικός μτφρδ. γαλλ. déflationniste ή αγγλ. deflationary]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες