Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποπλένω [apopléno] -ομαι Ρ αόρ. απόπλυνα, απαρέμφ. αποπλύνει, παθ. αόρ. αποπλύθηκα, απαρέμφ. αποπλυθεί : (λαϊκότρ.) τελειώνω το πλύσιμο: Aπόπλυνε τα πιάτα κι άρχισε να τα σκουπίζει.
[αρχ. ἀποπλύνω μεταπλ. κατά το πλύνω > πλένω]