Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποπλάνηση η [apoplánisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποπλανώ: Tον συνέλαβαν για ~ ανηλίκου. H ~ ανηλίκου τιμωρείται αυστηρά.
[λόγ. < ελνστ. ἀποπλάνη(σις) -ση `πε ριπλάνηση΄, αρχ. σημ.: `παρέκβαση στο λόγο΄ σημδ. γαλλ. détournement]