Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αποξηραίνω [apoksiréno] -ομαι Ρ7.2 μππ. αποξηραμένος : 1.ξεραίνω κτ. αφαιρώντας του το νερό: Aποξηραμένοι καρποί. 2. (ειδικότ.) αφαιρώ το νερό από λίμνες, ελώδεις περιοχές κτλ.· αποστραγγίζω: H λίμνη / το έλος αποξηράνθηκε για να δημιουργηθούν καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
[λόγ. < αρχ. ἀποξηραίνω]