Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποξεραίνω [apokseréno] -ομαι Ρ7.1 : ξεραίνω κτ. τελείως: Ο αέρας αποξέρανε τα λουλούδια.
[αρχ. ἀποξηραίνω με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. ξηρός > ξερός)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. ἀποξηραίνω με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. ξηρός > ξερός)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |