Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απομνημόνευση η [apomnimónefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απομνημονεύω: ~ γεγονότων / κειμένων / αριθμών / χρονολογιών. || αποστήθιση.
[λόγ. < αρχ. ἀπομνημόνευ(σις) `ανακεφαλαίωση΄ -ση κατά τη σημ. της λ. απομνημονεύω]