Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απομάκρυνση η [apomákrinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απομακρύνω. 1. μετακίνηση σε μια απόσταση, μακριά από κπ. ή κτ.: H ~ των πυρηνικών από τα Bαλκάνια. || (στρατ.) δυνατότητα ενός στρατιωτικού να απομακρυνθεί από την έδρα της μονάδας στην οποία υπηρετεί κατά τις μέρες αργίας. 2. (για πρόσ.) απόλυση, εκδίωξη από μία θέση: H απομάκρυνσή του από το υπουργείο είχε ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της πολιτικής στον τομέα της υγείας. 3. (μτφ.) α. απόκλιση από ένα αρχικό σημείο: H ~ από τους αρχικούς στόχους στον τομέα της οικονομίας. β. (ιδ. για πρόσ.) χαλάρωση των σχέσεων με κπ.: H απομάκρυνσή του από την οικογένεια τον οδήγησε στην απόγνωση.
[λόγ. απομακρύν(ω) -σις > -ση]