Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απολυμαντικός -ή -ό [apolimandikós] Ε1 : που χρησιμεύει για απολύμανση ή, γενικά, που έχει σχέση με αυτήν: ~ κλίβανος. Aπολυμαντικές ουσίες. || (ως ουσ.) το απολυμαντικό, ουσία ιδίως χημική, που χρησιμεύει για απολύμανση.
απολυμαντικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. απολυμαν- (απολυμαίνω) -τικός]