Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απολιπαίνω [apolipéno] -ομαι Ρ7.2 : αφαιρώ το λίπος ή λιπαρές ουσίες.
[λόγ. απο(λίπανσις) -λιπαίνω (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. γαλλ. dégraisser (διαφ. το ελνστ. ἀπολιπαίνω `λαδώνω΄)]