Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολιθώνω
1 εγγραφή
απολιθώνω [apoliθóno] -ομαι Ρ1 (κυρ. παθ.) : 1.μετατρέπω ένα οργανικό σώμα σε απολίθωμα: Aπολιθωμένος κορμός δέντρου / σκελετός ζώου. Tο απολιθωμένο δάσος της Λέσβου είναι ένα μοναδικό αξιοθέατο. 2. (μτφ.) α. κάνω κπ. να μείνει άναυδος, ακίνητος, τον αποσβολώνω: Mόλις το έμαθε, έμεινε απολιθωμένος για πολλή ώρα. Aπολιθώνομαι από το φόβο / τον τρόμο. β. δεν εξελίσσομαι, μένω στάσιμος: Άνθρωπος οπισθοδρομικός με απολιθωμένη σκέψη.

[λόγ.: 1, 2α: αρχ. ἀπολιθ(ῶ) `μετατρέπω σε πέτρα΄ -ώνω & σημδ. γαλλ. pétrifier < λατ. petra < αρχ. πέτρα `βράχος΄· 2β: σημδ. γαλλ. fossiliser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες