Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολίθωση
1 εγγραφή
απολίθωση η [apolíθosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απολιθώνω.

[λόγ. < αρχ. ἀπολίθω(σις) `μετατροπή σε πέτρα΄ -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες