Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απολίθωμα
1 item total
απολίθωμα το [apolíθoma] Ο49 : 1.υπόλειμμα οργανικού σώματος, που διατηρήθηκε ανάμεσα σε πετρώματα παλαιότερων γεωλογικών περιόδων και μετατράπηκε σε ανόργανη ουσία: ~ φυτού / ζώου. Aπολιθώματα θαλάσσιων οργανισμών. H μελέτη των απολιθωμάτων ανήκει στην παλαιοντολογία. 2. (μτφ.) για κτ. που διατηρείται από το παρελθόν αμετάβλητο, χωρίς να εξελίσσεται: Οι ιδέες του είναι απολιθώματα περασμένων εποχών. Aπολιθώματα αρχαίων λέξεων ή εκφράσεων, που διατηρήθηκαν στη σημερινή γλώσσα.

[λόγ. απολιθω- (δες απολιθώνω) -μα, μτφρδ.: 1: γαλλ. pétrification (δες στο απολιθώνω)· 2: γαλλ. fossile]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go