Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποκεφαλίζω [apokefalízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.αποχωρίζω το κεφάλι από το σώμα κάποιου κόβοντάς του το λαιμό: Bρέθηκε αποκεφαλισμένο πτώμα. β. (ειδικότ.) κόβω το κεφάλι κάποιου, σε εκτέλεση θανατικής καταδίκης· καρατομώ. 2. (μτφ.) απομακρύνω βίαια ή παράνομα την ηγεσία ενός συλλογικού οργάνου· καρατομώ.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀποκεφαλίζω· 2: σημδ. γαλλ. décapiter]