Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποκαλώ [apokaló] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. αποκλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν. ) και απεκλήθη, απεκλήθησαν, απαρέμφ. αποκληθεί : δίνω όνομα σε κπ. ή σε κτ., χαρακτηρίζω θετικά ή άρνητικά κπ. ή κτ., επονομάζω, ονομάζω: Πιάστηκαν στα χέρια, γιατί τον αποκάλεσε βλάκα. H μπάλα αποκαλείται «θεά του ποδοσφαίρου». Πέθανε ο Tσάρλι Tσάπλιν, ο αποκαλούμενος και «Σαρλό».
[λόγ. < αρχ. ἀποκαλῶ]