Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλησίαστος
1 εγγραφή
απλησίαστος -η -ο [aplisíastos] Ε5 : 1.που δεν μπορεί κανείς να τον πλησιάσει, που δεν μπορεί να έχει μαζί του κάποια σχέση: Ο υπουργός είναι ~. H γυναίκα αυτή έμεινε πάντα μακρινή και απλησίαστη. 2. για είδη ή υπηρεσίες των οποίων οι πολύ υψηλές τιμές δεν ανταποκρίνονται στη μέση αγοραστική δύναμη: Tα καλλυντικά έγιναν πια απλησίαστα. Φέτος τα κεράσια ήταν απλησίαστα.

[λόγ. < ελνστ. ἀπλησίαστος `που δεν τολμάς να τον πλησιάσεις΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες